χρωματογραφία

χρωματογραφία
Το σύνολο των μεθόδων, οι οποίες, με την εκμετάλλευση χημικοφυσικών φαινομένων, επιτρέπουν τον διαχωρισμό και την αναγνώριση των διαφόρων συστατικών ενός μείγματος ή ενός διαλύματος. Η πρώτη χρωματογραφική μέθοδος βασιζόταν σε τεχνάσματα, με τα οποία εμφανίζονται οι διαφορετικές έγχρωμες ραβδώσεις ή κηλίδες, και έτσι ήταν δυνατή η αναγνώριση των διαφόρων ουσιών ενός μείγματος· σήμερα, οι νεότερες μέθοδοι επιτρέπουν την αναγνώριση άχρωμων ραβδώσεων και η χ. χρησιμοποιείται ως γενική μέθοδος μικροανάλυσης. Από τους ερευνητές που ασχολήθηκαν με αυτό τον τρόπο ανάλυσης θέση απόλυτης υπεροχής κατέχει ο Τσβέγετ, Ρώσος βοτανολόγος, που κατά το 1906-11 χρησιμοποίησε μια ιδιαίτερη μέθοδο με σκοπό να διαχωρίσει και να απομονώσει μερικές φυσικές χρωστικές ουσίες (όπως π.χ. τη χλωροφύλλη). Η μέθοδος αυτή πήρε την ονομασία χ. προσρόφησης. Η απλούστερη διάταξη για την εφαρμογή της μεθόδου αυτής είναι ένας γυάλινος σωλήνας (στήλη προσροφήσεως) γεμάτος κατά στρώματα από προσροφητικό υλικό, οξείδιο αργιλίου, οξείδιο ή υδροξείδιο ασβεστίου, ανθρακικό ασβέστιο, οξείδιο μαγνησίου, καολίνη, σύνθετες ενώσεις πυριτίου κλπ. Μέσα από τα προσροφητικά αυτά στρώματα διέρχεται αργά αργά ένα διάλυμα που περιέχει διάφορες έγχρωμες ουσίες. Επειδή τα στρώματα των υλικών έχουν διαφορετική προσροφητικότητα, οι ουσίες αυτές σταθεροποιούνται σε διάφορα ύψη της στήλης προσρόφησης και σχηματίζουν έναν ορισμένο αριθμό εγχρώμων ραβδώσεων, οι οποίες, στο σύνολό τους, καλούνται χρωματογράφημα. Αφαιρείται στη συνέχεια από τον σωλήνα η στήλη προσρόφησης και διαχωρίζονται μεταξύ τους οι έγχρωμες ραβδώσεις. Καθεμία από αυτές τις ζώνες επεξεργάζεται χωριστά: αφαιρείται, με κατάλληλο διαλύτη, το χρωστικό στοιχείο και διαχωρίζεται από το προσροφητικό υλικό με φιλτράρισμα. Οι τελευταίες αυτές εργασίες, που οδηγούν στον διαχωρισμό και τέλος στην απομόνωση των διαφόρων ουσιών, αποτελούν την εμφάνιση του χρωματογραφήματος. Ένα πλεονέκτημα της χαρτοχρωματογραφίας είναι ότι αρκούν ελάχιστες ποσότητες των επιμέρους συστατικών (λίγα χιλιοστά του χιλιοστογράμμου). Δίκαια λοιπόν θεωρείται μια πολυτιμότατη κατάκτηση για την ποιοτική οργανική χημική ανάλυση. Πραγματικά, με τη χαρτοχρωματογραφία διαχωρίστηκαν διάφορα μείγματα αμινοξέων, σακχάρων, φυσικών χρωστικών ουσιών, ορμονών κλπ. Με τον συνδυασμό της χρωματογραφικής μεθόδου με τις κοινές φωτομετρικές και φασματοφωτομετρικές μεθόδους, είναι δυνατόν να εκτελεστούν ποσοτικές μετρήσεις των συστατικών που διαχωρίζονται ποιοτικά. Σήμερα παρασκευάζονται ειδικοί τύποι χαρτιού που επιτρέπουν την εφαρμογή ιδιαίτερων μεθόδων χ. με αντίθεση φάσης ή με ανταλλαγή ιόντων. Αυτό επιτυγχάνεται δίνοντας στο χαρτί (κυτταρίνη) ειδικά χαρακτηριστικά όπως η υδροφοβία (πυριτούχο χαρτί), ο όξινος ή βασικός χαρακτήρας, που επιβραδύνει ουσίες που περιέχουν αντίστοιχα κατιόντα ή ανιόντα. Πρόσφατα διαδόθηκε πολύ η χ. επί λεπτού στρώματος εξαιτίας των πολλών πλεονεκτημάτων που παρουσιάζει: η νέα αυτή μέθοδος χρησιμοποιεί, αντί για φύλλα χαρτιού, γυάλινες πλάκες, στην επιφάνεια των οποίων απλώνεται ένα λεπτότατο στρώμα (υπόστρωμα) από κρυστάλλους πυριτίου, ζελατίνη, κυτταρικούς αιθέρες κλπ.: η λεπτότητα και η ομοιομορφία του στρώματος αυξάνουν σημαντικά τη διαλυτικότητα και περιορίζουν επομένως το ανεπιθύμητο φαινόμενο των ουρών. Η τελευταία, σε χρονολογική σειρά, χρωματογραφική μέθοδος είναι η χ. ατμών ή αεριοχρωματογραφία. Η μέθοδος αυτή, χρήσιμη για τον διαχωρισμό μαγμάτων αερίων ή πτητικών υγρών, δεν εμφανίζει φαινόμενα που προκαλούν χρωματισμούς, αλλά οι αρχές στις οποίες βασίζεται είναι πάντοτε οι ίδιες των άλλων χρωματογραφικών μεθόδων.
* * *
η, Ν
1. η χρωματογράφηση
2. χημ. μέθοδος διαχωρισμού τών συστατικών ενός μίγματος με σκοπό την ποσοτική και ποιοτική τους ανάλυση (α. «χρωματογραφία προσρόφησης» β. «χρωματογραφία κατανομής» γ. «αέρια χρωματογραφία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatography < χρώμα, -ατος + -γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθαν. Σταγειρίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • χρωματογραφικός — ή, ό, Ν [χρωματογραφία] χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρωματογραφία …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • πηκτή — η / πηκτή, ΝΜΑ,και δωρ. τ. πακτά Α νεοελλ. χημ. τύπος κολλοειδούς συστήματος, δηλαδή υδρολύματος, στο οποίο το υγρό μέσον διασποράς έχει γίνει αρκετά ιξώδες, ώστε να δίνει περισσότερο ή λιγότερο την εντύπωση στερεού σώματος 2. είδος φαγητού από… …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • δεξτράνη — Πολυσακχαρίτης, πολυμερής της γλυκόζης, που σχηματίζεται από μικροοργανισμούς του γένους leuconostocmesenteroides, όταν επιδράσουν στο καλαμοσάκχαρο. Έχει μεγάλο μοριακό βάρος (μπορεί να φτάσει τα 10 εκατ.), μοριακό τύπο (C6H10O5)n και, όταν… …   Dictionary of Greek

  • ιοντοανταλλάκτες — Στερεές φυσικές ή συνθετικές ουσίες, ουσιαστικά αδιάλυτες, που έχουν τα χαρακτηριστικά ενός οξέος (ανταλλάκτες κατιόντων) ή μιας βάσης (ανταλλάκτες ανιόντων) και χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή ιόντων από διαλύματα ηλεκτρολυτών. Οι ι. μπορεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”